- κρινολίνο
- Γυναικείο εσώρουχο ραμμένο από ύφασμα, το οποίο είχε κατασκευαστεί από αλογότριχα (γαλλ. crin = αλογότριχα, απ’ όπου προέκυψε και η ονομασία κ.). Το φορούσαν κάτω από το φόρεμα, για να του προσδίδει φουσκωτή όψη, σε σχήμα καμπάνας. Τα κ. υιοθετήθηκαν στην ενδυμασία των πλούσιων γυναικών της Γαλλίας περίπου το 1840 και η μόδα αυτή διαδόθηκε γρήγορα και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στα μέσα του 19ου αι., κ. ονομάστηκε και ένα φαρδύ φόρεμα από στητό ύφασμα, με ενσωματωμένα ραφτά στεφάνια από σίδερο ή μπανέλα. Η περιφέρεια του κ. στον ποδόγυρο έφτανε τα 6 έως 8 μ. Η μόδα του κ. παρήλθε μετά το 1870. Απόπειρα επαναφοράς του κ. σημειώθηκε κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο.
* * *τομακριά, φαρδιά φούστα φορέματος σε σχήμα κώδωνα, με ποδόγυρο που είχε περιφέρεια μέχρι και 4 ή 5 μέτρα, υποστηριζόταν εσωτερικά με λεπτά χαλύβδινα ελάσματα και ήταν τής μόδας στα μέσα τού 19ου αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. crinolino (< ιταλ. crinum «τρίχες» < λατ. crinis «τρίχα» + ιταλ. lino < λατ. linum «λινό, λινάρι»)].
Dictionary of Greek. 2013.